αποσπασματάρχης
Greek
Noun
αποσπασματάρχης • (apospasmatárchis) m (plural αποσπασματάρχες)
Declension
declension of αποσπασματάρχης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αποσπασματάρχης • | αποσπασματάρχες • |
genitive | αποσπασματάρχη • | αποσπασματαρχών • |
accusative | αποσπασματάρχη • | αποσπασματάρχες • |
vocative | αποσπασματάρχη • | αποσπασματάρχες • |
Related terms
- see: απόσπασμα n (apóspasma, “squad, detachment”)
Further reading
- αποσπασματάρχης - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.