απόρριμμα
Greek
Alternative forms
- απόρριμα n (apórrima)
Etymology
From Ancient Greek ἀπόρριμμα (apórrhimma), from ἀπορρίπτω (aporrhíptō).
Pronunciation
- IPA(key): /aˈpo.ri.ma/
Noun
απόρριμμα • (apórrimma) n (plural απορρίμματα)
Declension
declension of απόρριμμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | απόρριμμα • | απορρίμματα • |
genitive | απορρίμματος • | απορριμμάτων • |
accusative | απόρριμμα • | απορρίμματα • |
vocative | απόρριμμα • | απορρίμματα • |
Related terms
- απορριμματοδοχείο n (aporrimmatodocheío, “dustbin, trash can”)
- απορριμματοφόρο n (aporrimmatofóro, “dust cart”)
- απορριμματοφόρος (aporrimmatofóros, “rubbish, refuse, refuse carrying”, adjective)
- απορρίπτω (aporrípto, “to reject, to discard”)
- δοχείο απορριμμάτων n (docheío aporrimmáton, “dustbin, trash can”)
- κάδος απορριμμάτων m (kádos aporrimmáton, “dustbin, trash can”)
- and see: απορρίπτω (aporrípto, “to reject, to fail”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.