απορριμματοδοχείο
Greek
Noun
απορριμματοδοχείο • (aporrimmatodocheío) n (plural απορριμματοδοχεία)
Declension
declension of απορριμματοδοχείο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | απορριμματοδοχείο • | απορριμματοδοχεία • |
genitive | απορριμματοδοχείου • | απορριμματοδοχείων • |
accusative | απορριμματοδοχείο • | απορριμματοδοχεία • |
vocative | απορριμματοδοχείο • | απορριμματοδοχεία • |
Related terms
- see: απόρριμμα n (apórrimma, “refuse, rubbish, trash”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.