απόκρημνος
Greek
Adjective
απόκρημνος • (apókrimnos) m (feminine απόκρημνη, neuter απόκρημνο)
- steep, craggy
- Synonym: απόγκρεμος (apógkremos)
Declension
Declension of απόκρημνος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόκρημνος • | απόκρημνη • | απόκρημνο • | απόκρημνοι • | απόκρημνες • | απόκρημνα • |
genitive | απόκρημνου • | απόκρημνης • | απόκρημνου • | απόκρημνων • | απόκρημνων • | απόκρημνων • |
accusative | απόκρημνο • | απόκρημνη • | απόκρημνο • | απόκρημνους • | απόκρημνες • | απόκρημνα • |
vocative | απόκρημνε • | απόκρημνη • | απόκρημνο • | απόκρημνοι • | απόκρημνες • | απόκρημνα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απόκρημνος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απόκρημνος, etc.) |
Further reading
- απόκρημνος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.