απροκάλυπτος
Greek
Adjective
απροκάλυπτος • (aprokályptos) m (feminine απροκάλυπτη, neuter απροκάλυπτο)
Declension
Declension of απροκάλυπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απροκάλυπτος • | απροκάλυπτη • | απροκάλυπτο • | απροκάλυπτοι • | απροκάλυπτες • | απροκάλυπτα • |
genitive | απροκάλυπτου • | απροκάλυπτης • | απροκάλυπτου • | απροκάλυπτων • | απροκάλυπτων • | απροκάλυπτων • |
accusative | απροκάλυπτο • | απροκάλυπτη • | απροκάλυπτο • | απροκάλυπτους • | απροκάλυπτες • | απροκάλυπτα • |
vocative | απροκάλυπτε • | απροκάλυπτη • | απροκάλυπτο • | απροκάλυπτοι • | απροκάλυπτες • | απροκάλυπτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απροκάλυπτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απροκάλυπτος, etc.) |
Related terms
- απροκάλυπτα (aprokálypta, “openly”, adverb)
- and see: καλύπτω (kalýpto, “to cover”)
Further reading
- απροκάλυπτος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.