απριλινός
Greek
Adjective
απριλινός • (aprilinós) m (feminine απριλινή, neuter απριλινό)
- April (relating to that month)
- Synonyms: απριλιανός (aprilianós), απριλιάτικος (apriliátikos)
Declension
Declension of απριλινός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απριλινός • | απριλινή • | απριλινό • | απριλινοί • | απριλινές • | απριλινά • |
genitive | απριλινού • | απριλινής • | απριλινού • | απριλινών • | απριλινών • | απριλινών • |
accusative | απριλινό • | απριλινή • | απριλινό • | απριλινούς • | απριλινές • | απριλινά • |
vocative | απριλινέ • | απριλινή • | απριλινό • | απριλινοί • | απριλινές • | απριλινά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απριλινός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απριλινός, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.