απριλιάτικος
Greek
Adjective
απριλιάτικος • (apriliátikos) m (feminine απριλιάτικη, neuter απριλιάτικο)
- April (relating to that month)
- Synonyms: απριλιανός (aprilianós), απριλινός (aprilinós)
- απριλιάτικα λουλούδια ― apriliátika louloúdia ― April flowers
Declension
Declension of απριλιάτικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απριλιάτικος • | απριλιάτικη • | απριλιάτικο • | απριλιάτικοι • | απριλιάτικες • | απριλιάτικα • |
genitive | απριλιάτικου • | απριλιάτικης • | απριλιάτικου • | απριλιάτικων • | απριλιάτικων • | απριλιάτικων • |
accusative | απριλιάτικο • | απριλιάτικη • | απριλιάτικο • | απριλιάτικους • | απριλιάτικες • | απριλιάτικα • |
vocative | απριλιάτικε • | απριλιάτικη • | απριλιάτικο • | απριλιάτικοι • | απριλιάτικες • | απριλιάτικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απριλιάτικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απριλιάτικος, etc.) |
Further reading
- απριλιάτικος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.