αποστερώ
See also: ἀποστερῶ
Greek
Etymology
Learnedly, from Ancient Greek ἀποστερῶ (aposterô), contracted form of ἀποστερέω (aposteréō). By surface analysis, απο- (apo-) + στερώ (steró).
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.steˈro/
- Hyphenation: α‧πο‧στε‧ρώ
Verb
αποστερώ • (aposteró) (past αποστέρησα, passive αποστερούμαι, p‑past αποστερήθηκα, ppp αποστερημένος)
- (transitive) to deprive, dispossess
- (transitive) to rob
Conjugation
αποστερώ, αποστερούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποστερώ | αποστερήσω | αποστερούμαι | αποστερηθώ |
2 sg | αποστερείς | αποστερήσεις | αποστερείσαι | αποστερηθείς |
3 sg | αποστερεί | αποστερήσει | αποστερείται | αποστερηθεί |
1 pl | αποστερούμε | αποστερήσουμε, [-ομε] | αποστερούμαστε | αποστερηθούμε |
2 pl | αποστερείτε | αποστερήσετε | αποστερείστε | αποστερηθείτε |
3 pl | αποστερούν(ε) | αποστερήσουν(ε) | αποστερούνται | αποστερηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αποστερούσα | αποστέρησα | [αποστερούμουν(α)] | αποστερήθηκα |
2 sg | αποστερούσες | αποστέρησες | [αποστερούσουν(α)] | αποστερήθηκες |
3 sg | αποστερούσε | αποστέρησε | αποστερούνταν, {αποστερείτο} | αποστερήθηκε |
1 pl | αποστερούσαμε | αποστερήσαμε | αποστερούμασταν, (‑ούμαστε) | αποστερηθήκαμε |
2 pl | αποστερούσατε | αποστερήσατε | [αποστερούσασταν, (‑ούσαστε)] | αποστερηθήκατε |
3 pl | αποστερούσαν(ε) | αποστέρησαν, αποστερήσαν(ε) | αποστερούνταν, {αποστερούντο} | αποστερήθηκαν, αποστερηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποστερώ ➤ | θα αποστερήσω ➤ | θα αποστερούμαι ➤ | θα αποστερηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποστερείς, … | θα αποστερήσεις, … | θα αποστερείσαι, … | θα αποστερηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποστερήσει έχω, έχεις, … αποστερημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποστερηθεί είμαι, είσαι, … αποστερημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποστερήσει είχα, είχες, … αποστερημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποστερηθεί ήμουν, ήσουν, … αποστερημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποστερήσει θα έχω, θα έχεις, … αποστερημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποστερηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποστερημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | αποστέρησε | — | αποστερήσου |
2 pl | αποστερείτε | αποστερήστε | αποστερείστε | αποστερηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποστερώντας ➤ | αποστερούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποστερήσει ➤ | αποστερημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποστερήσει | αποστερηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αποστέρηση f (apostérisi, “deprivation”)
Further reading
- αποστερώ - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- αποστερώ - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.