αποσκελετωμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αποσκελετώνομαι (aposkeletónomai), passive voice of αποσκελετώνω (aposkeletóno, “make gaunt, emaciated, extremely thin”). Morphologically, απο- (apo-, intensifying) + σκελετωμένος (skeletoménos, participle, a synonym).
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.sce.le.toˈme.nos/
- Hyphenation: α‧πο‧σκε‧λε‧τω‧μέ‧νος
Participle
αποσκελετωμένος • (aposkeletoménos) m (feminine αποσκελετωμένη, neuter αποσκελετωμένο)
- gaunt, emaciated
- Synonyms: κατασκελετωμένος (kataskeletoménos), αποστεωμένος (aposteoménos), αδυνατισμένος (adynatisménos), κάτισχνος (kátischnos)
Declension
Declension of αποσκελετωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποσκελετωμένος • | αποσκελετωμένη • | αποσκελετωμένο • | αποσκελετωμένοι • | αποσκελετωμένες • | αποσκελετωμένα • |
genitive | αποσκελετωμένου • | αποσκελετωμένης • | αποσκελετωμένου • | αποσκελετωμένων • | αποσκελετωμένων • | αποσκελετωμένων • |
accusative | αποσκελετωμένο • | αποσκελετωμένη • | αποσκελετωμένο • | αποσκελετωμένους • | αποσκελετωμένες • | αποσκελετωμένα • |
vocative | αποσκελετωμένε • | αποσκελετωμένη • | αποσκελετωμένο • | αποσκελετωμένοι • | αποσκελετωμένες • | αποσκελετωμένα • |
Related terms
Further reading
- αποσκελετωμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- αποσκελετώνω (& αποσκελετωμένος) - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.