απομονωτήριο
Greek
Noun
απομονωτήριο • (apomonotírio) n (plural απομονωτήρια)
Declension
declension of απομονωτήριο
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | απομονωτήριο • | απομονωτήρια • | |
genitive | απομονωτηρίου •, απομονωτήριου • | απομονωτηρίων • | |
accusative | απομονωτήριο • | απομονωτήρια • | |
vocative | απομονωτήριο • | απομονωτήρια • | |
Proparoxytone genitive forms are less common: απομονωτήριου • and απομονωτήριων • |
Further reading
- απομονωτήριο - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.