απολιθωμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of απολιθώνομαι (apolithónomai), passive voice of απολιθώνω (apolithóno, “I fossilise”)
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.li.θoˈme.nos/
- Hyphenation: α‧πο‧λι‧θω‧μέ‧νος
Participle
απολιθωμένος • (apolithoménos) m (feminine απολιθωμένη, neuter απολιθωμένο)
- (paleontology, geology) fossilised (UK), fossilized (US), petrified
- (figuratively) petrified
Declension
Declension of απολιθωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απολιθωμένος • | απολιθωμένη • | απολιθωμένο • | απολιθωμένοι • | απολιθωμένες • | απολιθωμένα • |
genitive | απολιθωμένου • | απολιθωμένης • | απολιθωμένου • | απολιθωμένων • | απολιθωμένων • | απολιθωμένων • |
accusative | απολιθωμένο • | απολιθωμένη • | απολιθωμένο • | απολιθωμένους • | απολιθωμένες • | απολιθωμένα • |
vocative | απολιθωμένε • | απολιθωμένη • | απολιθωμένο • | απολιθωμένοι • | απολιθωμένες • | απολιθωμένα • |
Related terms
- see: απολίθωμα n (apolíthoma, “fossil”)
Further reading
- απολιθωμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.