αποδέχομαι

See also: ἀποδέχομαι

Greek

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek ἀποδέχομαι (apodékhomai), equivalent to απο- (apo-) + δέχομαι (déchomai, to accept).

Pronunciation

  • IPA(key): /a.poˈðe.xo.me/
  • Hyphenation: α‧πο‧δέ‧χο‧μαι

Verb

αποδέχομαι • (apodéchomai) deponent (past αποδέχτηκα/αποδέχθηκα)

  1. to accept gladly, answer positively
    Δήμου αποδέχθηκε τον διορισμό του στο ΥπουργείοDímou apodéchthike ton diorismó tou sto YpourgeíoDimou accepted his appointment in the Ministry
    Η Ελένη δέχθηκε μια πρόσκληση για το πάρτι της Παρασκευής και την αποδέχθηκεI Eléni déchthike mia prósklisi gia to párti tis Paraskevís kai tin apodéchthikeelen received an invitation for Friday's party and accepted it
    Ο κ. Παπαδόπουλος ποτέ δεν αποδέχθηκε τον Γιώργο για γαμπρό τουO k. Papadópoulos poté den apodéchthike ton Giórgo gia gampró touMr. Papadopoulos has never accepted George as his son-in-law
  2. to agree with a view, accept, endorse
    Ο Πρόεδρος δέχθηκε (δηλ. άκουσε/διάβασε) δυο-τρεις προτάσεις από μέλη του συμβουλίου, αλλά, τελικά, αποδέχθηκε την πρόταση του Διευθύνοντος ΣυμβούλουO Próedros déchthike (dil. ákouse/diávase) dyo-treis protáseis apó méli tou symvoulíou, allá, teliká, apodéchthike tin prótasi tou Diefthýnontos SymvoúlouΤhe chairman received a couple or so of proposals by members of the Board, but, in the end, he accepted the CEO's one
    Δεν αποδέχεται τις κατηγορίες που τού προσάπτουνDen apodéchetai tis katigoríes pou toú prosáptounHe doesn't accept the accusations imputed to him
    Η επιτροπή αποδέχθηκε την τροπολογίαI epitropí apodéchthike tin tropologíaThe committee accepted the amendment
    Ο πρωθυπουργός δεν αποδέχθηκε την παραίτηση του υπουργού τουO prothypourgós den apodéchthike tin paraítisi tou ypourgoú touThe prime minister did not accept the resignation of his minister

Conjugation

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.