απογοητεύω
Greek
Etymology
απο- (apo-, “negation”) + γοητεύω (goïtévo, “to charm, to enthrall”). Calque of French désenchanter.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.ɣo.iˈte.vo/
- Hyphenation: α‧πο‧γο‧η‧τεύ‧ω
Verb
απογοητεύω • (apogoïtévo) (past απογοήτευσα, passive απογοητεύομαι) (and rare past απογοήτεψα)
- to disappoint, let down
Conjugation
απογοητεύω απογοητεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | απογοητεύω | απογοητεύσω, απογοητέψω1 | απογοητεύομαι | απογοητευτώ, απογοητευθώ |
2 sg | απογοητεύεις | απογοητεύσεις, απογοητέψεις | απογοητεύεσαι | απογοητευτείς, απογοητευθείς |
3 sg | απογοητεύει | απογοητεύσει, απογοητέψει | απογοητεύεται | απογοητευτεί, απογοητευθεί |
1 pl | απογοητεύουμε, [‑ομε] | απογοητεύσουμε, [‑ομε], απογοητέψουμε, [‑ομε] | απογοητευόμαστε | απογοητευτούμε, απογοητευθούμε |
2 pl | απογοητεύετε | απογοητεύσετε, απογοητέψετε | απογοητεύεστε, απογοητευόσαστε | απογοητευτείτε, απογοητευθείτε |
3 pl | απογοητεύουν(ε) | απογοητεύσουν(ε), απογοητέψουν(ε) | απογοητεύονται | απογοητευτούν(ε), απογοητευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | απογοήτευα | απογοήτευσα, απογοήτεψα1 | απογοητευόμουν(α) | απογοητεύθηκα, απογοητεύτηκα |
2 sg | απογοήτευες | απογοήτευσες, απογοήτεψες | απογοητευόσουν(α) | απογοητεύθηκες, απογοητεύτηκες |
3 sg | απογοήτευε | απογοήτευσε, απογοήτεψε | απογοητευόταν(ε) | απογοητεύθηκε, απογοητεύτηκε |
1 pl | απογοητεύαμε | απογοητεύσαμε, απογοητέψαμε | απογοητευόμασταν, (‑όμαστε) | απογοητευτήκαμε, απογοητευθήκαμε |
2 pl | απογοητεύατε | απογοητεύσατε, απογοητέψατε | απογοητευόσασταν, (‑όσαστε) | απογοητευτήκατε, απογοητευθήκατε |
3 pl | απογοήτευαν, απογοητεύαν(ε) | απογοήτευσαν, απογοητεύσαν(ε), απογοήτεψαν | απογοητεύονταν, (απογοητευόντουσαν) | απογοητεύθηκαν, απογοητευτήκαν(ε), απογοητεύτηκαν, απογοητευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα απογοητεύω ➤ | θα απογοητεύσω / απογοητέψω ➤ | θα απογοητεύομαι ➤ | θα απογοητευτώ / απογοητευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα απογοητεύεις, … | θα απογοητεύσεις / απογοητέψεις, … | θα απογοητεύεσαι, … | θα απογοητευτείς / απογοητευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … απογοητεύσει / απογοητέψει έχω, έχεις, … απογοητευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … απογοητευτεί / απογοητευθεί είμαι, είσαι, … απογοητευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … απογοητεύσει / απογοητέψει είχα, είχες, … απογοητευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … απογοητευτεί / απογοητευθεί ήμουν, ήσουν, … απογοητευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … απογοητεύσει / απογοητέψει θα έχω, θα έχεις, … απογοητευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … απογοητευτεί / απογοητευθεί θα είμαι, θα είσαι, … απογοητευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | απογοήτευε | απογοήτευσε, απογοήτεψε / απογοήτευ' 2 | — | απογοητεύσου, απογοητέψου |
2 pl | απογοητεύετε | απογοητεύστε, απογοητέψτε / απογοητεύτε3 | απογοητεύεστε | απογοητευτείτε, απογοητευθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | απογοητεύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας απογοητεύσει / απογοητέψει ➤ | απογοητευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | απογοητεύσει, απογοητέψει | απογοητευτεί, απογοητευθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The active colloquial forms with < ψ > are less common. 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. απογοήτευ' τον ("disappoint him!"). 3. Colloquial. • Passive forms with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- απογοητευμένος (apogoïtevménos, “disappointed”, participle)
- απογοήτευση f (apogoḯtefsi, “disappointment”)
- απογοητευτικός (apogoïteftikós, “disappointing”)
- and see: γοητεία f (goïteía, “charm”)
References
- απογοητεύω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.