απλησίαστος
Greek
Adjective
απλησίαστος • (aplisíastos) m (feminine απλησίαστη, neuter απλησίαστο)
- inaccessible, unapproachable (place)
- Synonym: απρόσιτος (aprósitos)
- unapproachable, forbidding, aloof (person)
- Synonym: απροσέγγιστος (aproséngistos)
- forbidding, prohibitive (price)
Declension
Declension of απλησίαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλησίαστος • | απλησίαστη • | απλησίαστο • | απλησίαστοι • | απλησίαστες • | απλησίαστα • |
genitive | απλησίαστου • | απλησίαστης • | απλησίαστου • | απλησίαστων • | απλησίαστων • | απλησίαστων • |
accusative | απλησίαστο • | απλησίαστη • | απλησίαστο • | απλησίαστους • | απλησίαστες • | απλησίαστα • |
vocative | απλησίαστε • | απλησίαστη • | απλησίαστο • | απλησίαστοι • | απλησίαστες • | απλησίαστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απλησίαστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απλησίαστος, etc.) |
Related terms
- see: πλησιάζω (plisiázo, “I approach”)
Further reading
- απλησίαστος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.