απηγορευμένος
See also: ἀπηγορευμένος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.pi.ɣo.ɾevˈme.nos/
- Hyphenation: α‧πη‧γο‧ρευ‧μέ‧νος
Participle
απηγορευμένος • (apigorevménos) m (feminine απηγορευμένη, neuter απηγορευμένο)
- (dated) older form of απαγορευμένος (apagorevménos), as in the ancient ἀπηγορευμένος (apēgoreuménos)
Declension
Declension of απηγορευμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απηγορευμένος • | απηγορευμένη • | απηγορευμένο • | απηγορευμένοι • | απηγορευμένες • | απηγορευμένα • |
genitive | απηγορευμένου • | απηγορευμένης • | απηγορευμένου • | απηγορευμένων • | απηγορευμένων • | απηγορευμένων • |
accusative | απηγορευμένο • | απηγορευμένη • | απηγορευμένο • | απηγορευμένους • | απηγορευμένες • | απηγορευμένα • |
vocative | απηγορευμένε • | απηγορευμένη • | απηγορευμένο • | απηγορευμένοι • | απηγορευμένες • | απηγορευμένα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.