αξιόπιστος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /aksiˈopistos/
- Hyphenation: α‧ξι‧ό‧πι‧στος
Declension
Declension of αξιόπιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιόπιστος • | αξιόπιστη • | αξιόπιστο • | αξιόπιστοι • | αξιόπιστες • | αξιόπιστα • |
genitive | αξιόπιστου • | αξιόπιστης • | αξιόπιστου • | αξιόπιστων • | αξιόπιστων • | αξιόπιστων • |
accusative | αξιόπιστο • | αξιόπιστη • | αξιόπιστο • | αξιόπιστους • | αξιόπιστες • | αξιόπιστα • |
vocative | αξιόπιστε • | αξιόπιστη • | αξιόπιστο • | αξιόπιστοι • | αξιόπιστες • | αξιόπιστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιόπιστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιόπιστος, etc.) |
Antonyms
- αναξιόπιστος (anaxiópistos, “unreliable”)
Related terms
- αξιοπιστία (axiopistía, “reliability, credibility”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.