αναξιόπιστος
Greek
Adjective
αναξιόπιστος • (anaxiópistos) m (feminine αναξιόπιστη, neuter αναξιόπιστο)
- untrustworthy, unreliable
- αναξιόπιστος αφηγητής ― anaxiópistos afigitís ― unreliable narrator
Declension
Declension of αναξιόπιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναξιόπιστος • | αναξιόπιστη • | αναξιόπιστο • | αναξιόπιστοι • | αναξιόπιστες • | αναξιόπιστα • |
genitive | αναξιόπιστου • | αναξιόπιστης • | αναξιόπιστου • | αναξιόπιστων • | αναξιόπιστων • | αναξιόπιστων • |
accusative | αναξιόπιστο • | αναξιόπιστη • | αναξιόπιστο • | αναξιόπιστους • | αναξιόπιστες • | αναξιόπιστα • |
vocative | αναξιόπιστε • | αναξιόπιστη • | αναξιόπιστο • | αναξιόπιστοι • | αναξιόπιστες • | αναξιόπιστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναξιόπιστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναξιόπιστος, etc.) |
Antonyms
- αξιόπιστος (axiópistos, “reliable”)
Derived terms
- αναξιόπιστος αφηγητής m (anaxiópistos afigitís, “unreliable narrator”)
- αναξιόπιστος βοηθός m (anaxiópistos voïthós, “broken reed”)
Related terms
- αναξιοπιστία f (anaxiopistía, “untrustworthiness, unreliability”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.