αντικειμενικότητα
Greek
Etymology
αντικειμενικός (antikeimenikós, “objective”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”), calque of French objectivité. First attested 1867.
Noun
αντικειμενικότητα • (antikeimenikótita) f (uncountable)
- objectivity
- Antonym: υποκειμενικότητα (ypokeimenikótita)
Declension
αντικειμενικότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αντικειμενικότητα • |
genitive | αντικειμενικότητας • |
accusative | αντικειμενικότητα • |
vocative | αντικειμενικότητα • |
Related terms
- see: αντικείμενο n (antikeímeno, “object”)
Further reading
- αντικειμενικότητα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.