αντικείμενο
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀντικείμενον (antikeímenon), participle of ἀντίκειμαι (antíkeimai).
Pronunciation
- IPA(key): /an.diˈci.me.no/
- Hyphenation: α‧ντι‧κεί‧με‧νο
Noun
αντικείμενο • (antikeímeno) n (plural αντικείμενα)
- object, subject (a physical thing)
- Προτιμώ να αγοράζω χρήσιμα αντικείμενα και όχι διακοσμητικά.
- Protimó na agorázo chrísima antikeímena kai óchi diakosmitiká.
- I prefer to buy useful objects, rather than decorative.
- (grammar) object (of sentence)
- Synonym: (abbreviation) αντικ. (antik.)
- Antonym: ("subject") υποκείμενο (ypokeímeno)
- object (of desire, or affection, etc)
- (computing) object (of object-oriented)
Declension
declension of αντικείμενο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντικείμενο • | αντικείμενα • |
genitive | αντικειμένου •, αντικείμενου • | αντικειμένων • |
accusative | αντικείμενο • | αντικείμενα • |
vocative | αντικείμενο • | αντικείμενα • |
Derived terms
- άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο n (ágnostis taftótitas iptámeno antikeímeno, “unidentified flying object”)
- αντικειμενικά (antikeimeniká, “objectively”, adverb)
- αντικειμενικός (antikeimenikós, “objective”)
- αντικειμενικότητα f (antikeimenikótita, “objectivity”)
- αντικειμενοστρεφής (antikeimenostrefís, “object-oriented”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.