αντίστοιχος
See also: ἀντίστοιχος and αντιστοίχως
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀντίστοιχος (antístoikhos, “standing opposite in rows”), from ἀντί (antí) & στοῖχος m (stoîkhos).
Pronunciation
- IPA(key): /anˈdi.sti.xos/
- Hyphenation: α‧ντί‧στοι‧χος
Adjective
αντίστοιχος • (antístoichos) m (feminine αντίστοιχη, neuter αντίστοιχο)
Declension
Declension of αντίστοιχος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντίστοιχος • | αντίστοιχη • | αντίστοιχο • | αντίστοιχοι • | αντίστοιχες • | αντίστοιχα • |
genitive | αντίστοιχου • | αντίστοιχης • | αντίστοιχου • | αντίστοιχων • | αντίστοιχων • | αντίστοιχων • |
accusative | αντίστοιχο • | αντίστοιχη • | αντίστοιχο • | αντίστοιχους • | αντίστοιχες • | αντίστοιχα • |
vocative | αντίστοιχε • | αντίστοιχη • | αντίστοιχο • | αντίστοιχοι • | αντίστοιχες • | αντίστοιχα • |
Related terms
for stem στοιχ-
- αντίστοιχα (antístoicha, “respectively”, adverb)
- αντιστοιχία f (antistoichía, “equivalence, correspondence”)
- αντιστοιχίζω (antistoichízo, “match, associate”)
- αντιστοίχιση f (antistoíchisi, “matching, associating”)
- αντίστοιχο n (antístoicho, “equivalent, counterpart”)
- αντιστοιχώ (antistoichó, “correspond”)
- αντιστοίχως (antistoíchos, “respectively”, adverb)
- and see: αντί (antí) & στοίχος m (stoíchos, “line”)
For stem στιχ-, στιγ- see στίχος m (stíchos, “line, verse”)
Further reading
- αντίστοιχος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- αντίστοιχος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.