ανθρακικό
Greek
Etymology 1
Short for ανθρακικό οξύ
Noun
ανθρακικό • (anthrakikó) n (plural ανθρακικά)
- carbonic acid, carbon dioxide (used in beverages)
- με ανθρακικό (carbonated, fizzy)
- μια πορτοκαλάδα με ανθρακικό (carbonated orange drink)
- χωρίς ανθρακικό (not carbonated, still)
- μια πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό (still orange drink)
Declension
declension of ανθρακικό
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ανθρακικό • | ανθρακικά • |
genitive | ανθρακικού • | ανθρακικών • |
accusative | ανθρακικό • | ανθρακικά • |
vocative | ανθρακικό • | ανθρακικά • |
Related terms
- διττανθρακικό n (dittanthrakikó, “bicarbonate”)
- and see: άνθρακας m (ánthrakas, “carbon”)
Adjective
ανθρακικό • (anthrakikó)
- Accusative masculine singular form of ανθρακικός (anthrakikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of ανθρακικός (anthrakikós).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.