ανατρέφω
See also: ἀνατρέφω
Greek
Alternative forms
- αναθρέφω (anathréfo)
Etymology
From Ancient Greek ἀνατρέφω (anatréphō). Morphologically from ανα- (ana-) + τρέφω (tréfo).
Pronunciation
- IPA(key): /a.naˈtɾe.fo/
- Hyphenation: α‧να‧τρέ‧φω
Verb
ανατρέφω • (anatréfo) (past ανέθρεψα/ανάθρεψα, passive ανατρέφομαι, p‑past ανατράφηκα, ppp αναθρεμμένος)
Conjugation
ανατρέφω ανατρέφομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανατρέφω (αναθρέφω →) | αναθρέψω | ανατρέφομαι (→ αναθρέφομαι) | ανατραφώ (→ αναθραφώ) |
2 sg | ανατρέφεις | αναθρέψεις | ανατρέφεσαι | ανατραφείς |
3 sg | ανατρέφει | αναθρέψει | ανατρέφεται | ανατραφεί |
1 pl | ανατρέφουμε, [‑ομε] | αναθρέψουμε, [‑ομε] | ανατρεφόμαστε | ανατραφούμε |
2 pl | ανατρέφετε | αναθρέψετε | ανατρέφεστε, ανατρεφόσαστε | ανατραφείτε |
3 pl | ανατρέφουν(ε) | αναθρέψουν(ε) | ανατρέφονται | ανατραφούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανέτρεφα | ανέθρεψα, ανάθρεψα | ανατρεφόμουν(α) | ανατράφηκα (→ αναθράφηκα) |
2 sg | ανέτρεφες | ανέθρεψες, ανάθρεψες | ανατρεφόσουν(α) | ανατράφηκες |
3 sg | ανέτρεφε | ανέθρεψε, ανάθρεψε | ανατρεφόταν(ε) | ανατράφηκε |
1 pl | ανατρέφαμε | αναθρέψαμε | ανατρεφόμασταν, (‑όμαστε) | ανατραφήκαμε |
2 pl | ανατρέφατε | αναθρέψατε | ανατρεφόσασταν, (‑όσαστε) | ανατραφήκατε |
3 pl | ανέτρεφαν, ανατρέφαν(ε) | ανέθρεψαν, αναθρέψαν(ε), ανάθρεψαν | ανατρέφονταν, (ανατρεφόντουσαν) | ανατράφηκαν, ανατραφήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανατρέφω ➤ | θα αναθρέψω ➤ | θα ανατρέφομαι ➤ | θα ανατραφώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανατρέφεις, … | θα αναθρέψεις, … | θα ανατρέφεσαι, … | θα ανατραφείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναθρέψει έχω, έχεις, … αναθρεμμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανατραφεί είμαι, είσαι, … αναθρεμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναθρέψει είχα, είχες, … αναθρεμμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανατραφεί ήμουν, ήσουν, … αναθρεμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναθρέψει θα έχω, θα έχεις, … αναθρεμμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανατραφεί θα είμαι, θα είσαι, … αναθρεμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανέτρεφε | ανάθρεψε | — | αναθρέψου |
2 pl | ανατρέφετε | αναθρέψτε | ανατρέφεστε | ανατραφείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανατρέφοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναθρέψει ➤ | αναθρεμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναθρέψει | ανατραφεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- ανάθρεμμα n (anáthremma, “upbringing”) (rare)
- αναθρεφτός m (anathreftós, “foster son”) (rare)
- ανατροφή f (anatrofí, “nurture”)
- and see: τρέφω (tréfo, “I feed”)
Further reading
- ανατρέφω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.