ανατινάζω
Greek
Alternative forms
- ανατινάσσω (anatinásso) (formal)
Etymology
From Ancient Greek ἀνᾰτῐνάσσω (anatinássō, “shake up and down”). Morphologically, from ανα- + τινάζω (tinázo, “shake”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.tiˈna.zo/
- Hyphenation: α‧να‧τι‧νά‧ζω
Conjugation
ανατινάζω ανατινάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανατινάζω (ανατινάσσω →) | ανατινάξω | ανατινάζομαι | ανατιναχτώ, ανατιναχθώ3 |
2 sg | ανατινάζεις | ανατινάξεις | ανατινάζεσαι | ανατιναχτείς, ανατιναχθείς |
3 sg | ανατινάζει | ανατινάξει | ανατινάζεται | ανατιναχτεί, ανατιναχθεί |
1 pl | ανατινάζουμε, [‑ομε] | ανατινάξουμε, [‑ομε] | ανατιναζόμαστε | ανατιναχτούμε, ανατιναχθούμε |
2 pl | ανατινάζετε | ανατινάξετε | ανατινάζεστε, ανατιναζόσαστε | ανατιναχτείτε, ανατιναχθείτε |
3 pl | ανατινάζουν(ε) | ανατινάξουν(ε) | ανατινάζονται | ανατιναχτούν(ε), ανατιναχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανατίναζα | ανατίναξα | ανατιναζόμουν(α) | ανατινάχτηκα, ανατινάχθηκα3 |
2 sg | ανατίναζες | ανατίναξες | ανατιναζόσουν(α) | ανατινάχτηκες, ανατινάχθηκες |
3 sg | ανατίναζε | ανατίναξε | ανατιναζόταν(ε) | ανατινάχτηκε, ανατινάχθηκε |
1 pl | ανατινάζαμε | ανατινάξαμε | ανατιναζόμασταν, (‑όμαστε) | ανατιναχτήκαμε, ανατιναχθήκαμε |
2 pl | ανατινάζατε | ανατινάξατε | ανατιναζόσασταν, (‑όσαστε) | ανατιναχτήκατε, ανατιναχθήκατε |
3 pl | ανατίναζαν, ανατινάζαν(ε) | ανατίναξαν, ανατινάξαν(ε) | ανατινάζονταν, (ανατιναζόντουσαν) | ανατινάχτηκαν, ανατιναχτήκαν(ε), ανατινάχθηκαν, ανατιναχθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανατινάζω ➤ | θα ανατινάξω ➤ | θα ανατινάζομαι ➤ | θα ανατιναχτώ / ανατιναχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανατινάζεις, … | θα ανατινάξεις, … | θα ανατινάζεσαι, … | θα ανατιναχτείς / ανατιναχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανατινάξει | έχω, έχεις, … ανατιναχτεί / ανατιναχθεί είμαι, είσαι, … ανατιναγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανατινάξει | είχα, είχες, … ανατιναχτεί / ανατιναχθεί ήμουν, ήσουν, … ανατιναγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανατινάξει | θα έχω, θα έχεις, … ανατιναχτεί / ανατιναχθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανατιναγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανατίναζε | ανατίναξε, ανατίναχ' 1 | — | ανατινάξου |
2 pl | ανατινάζετε | ανατινάξτε, ανατινάχτε2 | ανατινάζεστε | ανατιναχτείτε, ανατιναχθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανατινάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανατινάξει ➤ | ανατιναγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ανατινάξει | ανατιναχτεί, ανατιναχθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. ανατίναχ' το 2. Colloquial. 3. The passive {-χθ-} types are formal. They come from the alternative formal verb ανατινάσσω • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- (to blow up): τινάζω (tinázo)
Related terms
- ανατίναγμα m (anatínagma, “jolt”)
- ανατίναξη f (anatínaxi, “explosion”)
- and see: τινάζω (tinázo, “shake”)
See also
- βομβαρδίζω (vomvardízo, “to bomb, to bombard”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.