ανακοινώνω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /anaciˈnono/
- Hyphenation: α‧να‧κοι‧νώ‧νω
Verb
ανακοινώνω • (anakoinóno) (past ανακοίνωσα, passive ανακοινώνομαι)
Conjugation
ανακοινώνω ανακοινώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανακοινώνω | ανακοινώσω | ανακοινώνομαι | ανακοινωθώ |
2 sg | ανακοινώνεις | ανακοινώσεις | ανακοινώνεσαι | ανακοινωθείς |
3 sg | ανακοινώνει | ανακοινώσει | ανακοινώνεται | ανακοινωθεί |
1 pl | ανακοινώνουμε, [‑ομε] | ανακοινώσουμε, [‑ομε] | ανακοινωνόμαστε | ανακοινωθούμε |
2 pl | ανακοινώνετε | ανακοινώσετε | ανακοινώνεστε, ανακοινωνόσαστε | ανακοινωθείτε |
3 pl | ανακοινώνουν(ε) | ανακοινώσουν(ε) | ανακοινώνονται | ανακοινωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανακοίνωνα | ανακοίνωσα | ανακοινωνόμουν(α) | ανακοινώθηκα |
2 sg | ανακοίνωνες | ανακοίνωσες | ανακοινωνόσουν(α) | ανακοινώθηκες |
3 sg | ανακοίνωνε | ανακοίνωσε | ανακοινωνόταν(ε) | ανακοινώθηκε |
1 pl | ανακοινώναμε | ανακοινώσαμε | ανακοινωνόμασταν, (‑όμαστε) | ανακοινωθήκαμε |
2 pl | ανακοινώνατε | ανακοινώσατε | ανακοινωνόσασταν, (‑όσαστε) | ανακοινωθήκατε |
3 pl | ανακοίνωναν, ανακοινώναν(ε) | ανακοίνωσαν, ανακοινώσαν(ε) | ανακοινώνονταν, (ανακοινωνόντουσαν) | ανακοινώθηκαν, ανακοινωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανακοινώνω ➤ | θα ανακοινώσω ➤ | θα ανακοινώνομαι ➤ | θα ανακοινωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανακοινώνεις, … | θα ανακοινώσεις, … | θα ανακοινώνεσαι, … | θα ανακοινωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανακοινώσει έχω, έχεις, … ανακοινωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανακοινωθεί είμαι, είσαι, … ανακοινωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανακοινώσει είχα, είχες, … ανακοινωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανακοινωθεί ήμουν, ήσουν, … ανακοινωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανακοινώσει θα έχω, θα έχεις, … ανακοινωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανακοινωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανακοινωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανακοίνωνε | ανακοίνωσε | — | ανακοινώσου |
2 pl | ανακοινώνετε | ανακοινώστε | ανακοινώνεστε | ανακοινωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανακοινώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανακοινώσει ➤ | ανακοινωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ανακοινώσει | ανακοινωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: ανακοινωθέν n (anakoinothén, “communique”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.