ανάποδος
Greek
Etymology
From Byzantine Greek ἀνάποδος (anápodos), from ἀνα- (ana-, “back, backwards”) + ποδός (podós, “foot”).
Pronunciation
- IPA(key): /aˈnapoðos/
- Hyphenation: α‧νά‧πο‧δος
Adjective
ανάποδος • (anápodos) m (feminine ανάποδη, neuter ανάποδο)
- reverse, opposite, contrary (in the other direction or the exact inverse of something)
- παίρνω ανάποδες ― paírno anápodes ― get pissed off, get very angry
- Έκανε το ανάποδο από ότι του είπα.
- Ékane to anápodo apó óti tou eípa.
- He did the opposite of what I told him.
- Το αμάξι ήρθε από την ανάποδη πλευρά.
- To amáxi írthe apó tin anápodi plevrá.
- The car came from the opposite side.
- (of days) off (in which a person is not performing up to their usual level or ability)
- Ήταν μια από τις ανάποδες μέρες μου.
- Ítan mia apó tis anápodes méres mou.
- It was one of my off days.
- (of people) awkward, crabbed, cantankerous, contrary (ill-tempered or strange in behaviour and relations with others)
- Η γιαγιά της είναι πολύ ανάποδη γυναίκα.
- I giagiá tis eínai polý anápodi gynaíka.
- Her granny is a very cantankerous woman.
- Είναι ανάποδος και παίρνει στραβά ό,τι του λέει κανείς.
- Eínai anápodos kai paírnei stravá ó,ti tou léei kaneís.
- He's contrary and takes everything anyone says to him the wrong way.
- (of items) awkward, unwieldy (difficult to use)
- Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτό το ανάποδο εργαλείο!
- Den boró na chrisimopoiíso aftó to anápodo ergaleío!
- I can't use this unwieldy tool!
Declension
Declension of ανάποδος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανάποδος • | ανάποδη • | ανάποδο • | ανάποδοι • | ανάποδες • | ανάποδα • |
genitive | ανάποδου • | ανάποδης • | ανάποδου • | ανάποδων • | ανάποδων • | ανάποδων • |
accusative | ανάποδο • | ανάποδη • | ανάποδο • | ανάποδους • | ανάποδες • | ανάποδα • |
vocative | ανάποδε • | ανάποδη • | ανάποδο • | ανάποδοι • | ανάποδες • | ανάποδα • |
Synonyms
- (contrary to expectactions, off): αντίξοος (antíxoos), δυσμενής (dysmenís)
- (cantankerous, awkward, contrary): στριμμένος (strimménos), δύσκολος (dýskolos). ιδιότροπος (idiótropos)
- (unwieldy): δύσχρηστος (dýschristos)
Antonyms
- (antonym(s) of “going well, favourable”): ευνοϊκός (evnoïkós)
Derived terms
Related terms
- αναποδιά f (anapodiá)
- αναποδιάζω (anapodiázo)
- αναποδιάρης (anapodiáris, “spoilsport”)
- αναπόδιαση f (anapódiasi)
- αναπόδιασμα n (anapódiasma)
- αναποδιασμένος (anapodiasménos, participle)
- αναποδίζω (anapodízo, “to go backwards”)
- αναπόδιση f (anapódisi), αναπόδισις (“reversing backwards”)
- αναποδισμός m (anapodismós, “return”)
- αναποδιστής (anapodistís, “hinderer”)
- αναποδοβολώ (anapodovoló, “turn upside down”) (vernacular)
- αναποδογύρης (anapodogýris, “sodomite”)
- αναποδογυρίζω (anapodogyrízo, “turn upside down”) & related
- αναποδοκαημένος (anapodokaïménos, “mounring for unexpected loss”)
- αναποδοκάραβο n (anapodokáravo) (demotic)
- αναποδόλογο n (anapodólogo) (rare)
- αναποδολογώ (anapodologó) (rare)
Noun
ανάποδος • (anápodos) m (plural ανάποδοι, feminine ανάποδη)
- (colloquial) spoilsport, killjoy (person who is anti-fun, or prevents others from having fun)
- Μην είσαι ανάποδος, έλα στο πάρτι! ― Min eísai anápodos, éla sto párti! ― Don't be a spoilsport, come to the party!
Declension
Synonyms
- δύστροπος (dýstropos)
- αναποδιάρης (anapodiáris)
- στραβόξυλο n (stravóxylo)
References
- ανάποδος - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
- Dimitrakos, Dimitrios B. (1964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (in Greek), Athens: Hellenic Paideia
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.