στριμμένος
Greek
Etymology
Passive perfect participle of στρίβω (strívo, “twist”).
Pronunciation
- IPA(key): /stɾiˈme.nos/
- Hyphenation: στριμ‧μέ‧νος
Declension
Declension of στριμμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στριμμένος • | στριμμένη • | στριμμένο • | στριμμένοι • | στριμμένες • | στριμμένα • |
genitive | στριμμένου • | στριμμένης • | στριμμένου • | στριμμένων • | στριμμένων • | στριμμένων • |
accusative | στριμμένο • | στριμμένη • | στριμμένο • | στριμμένους • | στριμμένες • | στριμμένα • |
vocative | στριμμένε • | στριμμένη • | στριμμένο • | στριμμένοι • | στριμμένες • | στριμμένα • |
Synonyms
- στριφτός (striftós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.