αμφισβητώ
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /aɱ.fi.sviˈto/
- Hyphenation: αμ‧φι‧σβη‧τώ
Verb
αμφισβητώ • (amfisvitó) (past αμφισβήτησα, passive αμφισβητούμαι, p‑past αμφισβητήθηκα, ppp αμφισβητημένος)
Conjugation
αμφισβητώ, αμφισβητούμαι / αμφισβητιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αμφισβητώ | αμφισβητήσω | αμφισβητούμαι - αμφισβητιέμαι1 | αμφισβητηθώ |
2 sg | αμφισβητείς | αμφισβητήσεις | αμφισβητείσαι - αμφισβητιέσαι | αμφισβητηθείς |
3 sg | αμφισβητεί | αμφισβητήσει | αμφισβητείται - αμφισβητιέται | αμφισβητηθεί |
1 pl | αμφισβητούμε | αμφισβητήσουμε, [-ομε] | αμφισβητούμαστε - αμφισβητιόμαστε | αμφισβητηθούμε |
2 pl | αμφισβητείτε | αμφισβητήσετε | αμφισβητείστε - αμφισβητιέστε, αμφισβητιόσαστε | αμφισβητηθείτε |
3 pl | αμφισβητούν(ε) | αμφισβητήσουν(ε) | αμφισβητούνται - αμφισβητιούνται, αμφισβητιόνται | αμφισβητηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αμφισβητούσα | αμφισβήτησα | [αμφισβητούμουν(α)] - αμφισβητιόμουν(α)1 | αμφισβητήθηκα |
2 sg | αμφισβητούσες | αμφισβήτησες | [αμφισβητούσουν(α)] - αμφισβητιόσουν(α) | αμφισβητήθηκες |
3 sg | αμφισβητούσε | αμφισβήτησε | αμφισβητούνταν, {αμφισβητείτο} - αμφισβητιόταν(ε) | αμφισβητήθηκε |
1 pl | αμφισβητούσαμε | αμφισβητήσαμε | αμφισβητούμασταν, (‑ούμαστε) - αμφισβητιόμασταν, (‑ιόμαστε) | αμφισβητηθήκαμε |
2 pl | αμφισβητούσατε | αμφισβητήσατε | [αμφισβητούσασταν, (‑ούσαστε)] - αμφισβητιόσασταν, (‑ιόσαστε) | αμφισβητηθήκατε |
3 pl | αμφισβητούσαν(ε) | αμφισβήτησαν, αμφισβητήσαν(ε) | αμφισβητούνταν, {αμφισβητούντο} - αμφισβητιούνταν, (αμφισβητιόντουσαν) | αμφισβητήθηκαν, αμφισβητηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αμφισβητώ ➤ | θα αμφισβητήσω ➤ | θα αμφισβητούμαι - αμφισβητιέμαι ➤ | θα αμφισβητηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αμφισβητείς, … | θα αμφισβητήσεις, … | θα αμφισβητείσαι - αμφισβητιέσαι, … | θα αμφισβητηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αμφισβητήσει έχω, έχεις, … αμφισβητημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αμφισβητηθεί είμαι, είσαι, … αμφισβητημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αμφισβητήσει είχα, είχες, … αμφισβητημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αμφισβητηθεί ήμουν, ήσουν, … αμφισβητημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αμφισβητήσει θα έχω, θα έχεις, … αμφισβητημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αμφισβητηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αμφισβητημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | αμφισβήτησε | — | αμφισβητήσου |
2 pl | αμφισβητείτε | αμφισβητήστε | αμφισβητείστε - αμφισβητιέστε | αμφισβητηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αμφισβητώντας ➤ | αμφισβητούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αμφισβητήσει ➤ | αμφισβητημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αμφισβητήσει | αμφισβητηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The passive forms with -ιέμαι, -ιόμουν are less formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- αντικρούω (antikroúo)
Related terms
- αμφισβήτηση f (amfisvítisi, “contest, dispute”)
- αμφισβητήσιμος (amfisvitísimos, “contestable, debatable”, adjective)
- αμφισβητίας m (amfisvitías, “dissenter, controversialist”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.