ακριβοδίκαιος
Greek
Adjective
ακριβοδίκαιος • (akrivodíkaios) m (feminine ακριβοδίκαιη, neuter ακριβοδίκαιο)
- scrupulously fair
- impartial, evenhanded
- Synonyms: αμερόληπτος (ameróliptos), αντικειμενικός (antikeimenikós)
Declension
Declension of ακριβοδίκαιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβοδίκαιος • | ακριβοδίκαιη • | ακριβοδίκαιο • | ακριβοδίκαιοι • | ακριβοδίκαιες • | ακριβοδίκαια • |
genitive | ακριβοδίκαιου • | ακριβοδίκαιης • | ακριβοδίκαιου • | ακριβοδίκαιων • | ακριβοδίκαιων • | ακριβοδίκαιων • |
accusative | ακριβοδίκαιο • | ακριβοδίκαιη • | ακριβοδίκαιο • | ακριβοδίκαιους • | ακριβοδίκαιες • | ακριβοδίκαια • |
vocative | ακριβοδίκαιε • | ακριβοδίκαιη • | ακριβοδίκαιο • | ακριβοδίκαιοι • | ακριβοδίκαιες • | ακριβοδίκαια • |
Related terms
- see: δίκη f (díki, “trial”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.