ακληρονόμητος
See also: ἀκληρονόμητος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.kli.ɾoˈno.mi.tos/
- Hyphenation: α‧κλη‧ρο‧νό‧μη‧τος
Adjective
ακληρονόμητος • (aklironómitos) m (feminine ακληρονόμητη, neuter ακληρονόμητο)
Declension
Declension of ακληρονόμητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακληρονόμητος • | ακληρονόμητη • | ακληρονόμητο • | ακληρονόμητοι • | ακληρονόμητες • | ακληρονόμητα • |
genitive | ακληρονόμητου • | ακληρονόμητης • | ακληρονόμητου • | ακληρονόμητων • | ακληρονόμητων • | ακληρονόμητων • |
accusative | ακληρονόμητο • | ακληρονόμητη • | ακληρονόμητο • | ακληρονόμητους • | ακληρονόμητες • | ακληρονόμητα • |
vocative | ακληρονόμητε • | ακληρονόμητη • | ακληρονόμητο • | ακληρονόμητοι • | ακληρονόμητες • | ακληρονόμητα • |
Synonyms
- άκληρος (ákliros, “wihout heirs; childless”)
- κληρονομημένος (klironomiménos, “inherited”, participle)
Related terms
- see: κληρονόμος m or f (klironómos, “heir”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.