ακαλαίσθητος
Greek
Adjective
ακαλαίσθητος • (akalaísthitos) m (feminine ακαλαίσθητη, neuter ακαλαίσθητο)
Declension
Declension of ακαλαίσθητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακαλαίσθητος • | ακαλαίσθητη • | ακαλαίσθητο • | ακαλαίσθητοι • | ακαλαίσθητες • | ακαλαίσθητα • |
genitive | ακαλαίσθητου • | ακαλαίσθητης • | ακαλαίσθητου • | ακαλαίσθητων • | ακαλαίσθητων • | ακαλαίσθητων • |
accusative | ακαλαίσθητο • | ακαλαίσθητη • | ακαλαίσθητο • | ακαλαίσθητους • | ακαλαίσθητες • | ακαλαίσθητα • |
vocative | ακαλαίσθητε • | ακαλαίσθητη • | ακαλαίσθητο • | ακαλαίσθητοι • | ακαλαίσθητες • | ακαλαίσθητα • |
Antonyms
- καλαίσθητος (kalaísthitos, “having good taste”)
Related terms
- ακαλαισθησία f (akalaisthisía, “bad taste”)
- ακαλλιέργητος (akalliérgitos, “uncultivated”)
See also
- ανούσιος (anoúsios, “tasteless”) (of food, drink, etc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.