ακαλλιέργητος
Greek
Adjective
ακαλλιέργητος • (akalliérgitos) m (feminine ακαλλιέργητη, neuter ακαλλιέργητο)
- uncultivated (lacking culture, manners, education, etc)
- (agriculture) uncultivated, fallow
Declension
Declension of ακαλλιέργητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακαλλιέργητος • | ακαλλιέργητη • | ακαλλιέργητο • | ακαλλιέργητοι • | ακαλλιέργητες • | ακαλλιέργητα • |
genitive | ακαλλιέργητου • | ακαλλιέργητης • | ακαλλιέργητου • | ακαλλιέργητων • | ακαλλιέργητων • | ακαλλιέργητων • |
accusative | ακαλλιέργητο • | ακαλλιέργητη • | ακαλλιέργητο • | ακαλλιέργητους • | ακαλλιέργητες • | ακαλλιέργητα • |
vocative | ακαλλιέργητε • | ακαλλιέργητη • | ακαλλιέργητο • | ακαλλιέργητοι • | ακαλλιέργητες • | ακαλλιέργητα • |
Synonyms
- (agriculturally): αγεώργητος (ageórgitos)
Antonyms
- καλλιεργημένος (kalliergiménos, “cultivated”)
Related terms
- ακαλαισθησία f (akalaisthisía, “bad taste”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.