αδρανοποιώ
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.ðɾa.no.piˈo/
- Hyphenation: α‧δρα‧νο‧ποι‧ώ
Verb
αδρανοποιώ • (adranopoió) (past αδρανοποίησα, passive αδρανοποιούμαι, p‑past αδρανοποιήθηκα, ppp αδρανοποιημένος)
- to inactivate
- (computing) to power down
Conjugation
αδρανοποιώ, αδρανοποιούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αδρανοποιώ | αδρανοποιήσω | αδρανοποιούμαι | αδρανοποιηθώ |
2 sg | αδρανοποιείς | αδρανοποιήσεις | αδρανοποιείσαι | αδρανοποιηθείς |
3 sg | αδρανοποιεί | αδρανοποιήσει | αδρανοποιείται | αδρανοποιηθεί |
1 pl | αδρανοποιούμε | αδρανοποιήσουμε, [-ομε] | αδρανοποιούμαστε, αδρανοποιόμαστε | αδρανοποιηθούμε |
2 pl | αδρανοποιείτε | αδρανοποιήσετε | αδρανοποιείστε, (αδρανοποιόσαστε) | αδρανοποιηθείτε |
3 pl | αδρανοποιούν(ε) | αδρανοποιήσουν(ε) | αδρανοποιούνται | αδρανοποιηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αδρανοποιούσα | αδρανοποίησα | αδρανοποιούμουν(α), αδρανοποιόμουν(α) | αδρανοποιήθηκα |
2 sg | αδρανοποιούσες | αδρανοποίησες | [αδρανοποιούσουν(α)], αδρανοποιόσουν(α) | αδρανοποιήθηκες |
3 sg | αδρανοποιούσε | αδρανοποίησε | αδρανοποιούνταν, αδρανοποιόταν(ε), {αδρανοποιείτο} | αδρανοποιήθηκε |
1 pl | αδρανοποιούσαμε | αδρανοποιήσαμε | αδρανοποιούμασταν, (‑ούμαστε), αδρανοποιόμασταν, (‑όμαστε) | αδρανοποιηθήκαμε |
2 pl | αδρανοποιούσατε | αδρανοποιήσατε | [αδρανοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], αδρανοποιόσασταν, (‑όσαστε) | αδρανοποιηθήκατε |
3 pl | αδρανοποιούσαν(ε) | αδρανοποίησαν, αδρανοποιήσαν(ε) | αδρανοποιούνταν, αδρανοποιόνταν(ε), (αδρανοποιόντουσαν), {αδρανοποιούντο} | αδρανοποιήθηκαν, αδρανοποιηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αδρανοποιώ ➤ | θα αδρανοποιήσω ➤ | θα αδρανοποιούμαι ➤ | θα αδρανοποιηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αδρανοποιείς, … | θα αδρανοποιήσεις, … | θα αδρανοποιείσαι, … | θα αδρανοποιηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αδρανοποιήσει έχω, έχεις, … αδρανοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αδρανοποιηθεί είμαι, είσαι, … αδρανοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αδρανοποιήσει είχα, είχες, … αδρανοποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αδρανοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … αδρανοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αδρανοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αδρανοποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αδρανοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αδρανοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | αδρανοποίησε | — | αδρανοποιήσου |
2 pl | αδρανοποιείτε | αδρανοποιήστε | αδρανοποιείστε | αδρανοποιηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αδρανοποιώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αδρανοποιήσει ➤ | αδρανοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αδρανοποιήσει | αδρανοποιηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: αδράνεια f (adráneia, “inertia”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.