αγγαρεμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αγγαρεύομαι (angarévomai), passive voice of αγγαρεύω (“compel to do work”).
Pronunciation
- IPA(key): /aŋ.ɡa.ɾeˈme.nos/
- Hyphenation: αγ‧γα‧ρε‧μέ‧νος
Participle
αγγαρεμένος • (angareménos) m (feminine αγγαρεμένη, neuter αγγαρεμένο)
- compelled to do work
Declension
Declension of αγγαρεμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγαρεμένος • | αγγαρεμένη • | αγγαρεμένο • | αγγαρεμένοι • | αγγαρεμένες • | αγγαρεμένα • |
genitive | αγγαρεμένου • | αγγαρεμένης • | αγγαρεμένου • | αγγαρεμένων • | αγγαρεμένων • | αγγαρεμένων • |
accusative | αγγαρεμένο • | αγγαρεμένη • | αγγαρεμένο • | αγγαρεμένους • | αγγαρεμένες • | αγγαρεμένα • |
vocative | αγγαρεμένε • | αγγαρεμένη • | αγγαρεμένο • | αγγαρεμένοι • | αγγαρεμένες • | αγγαρεμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγγαρεμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγγαρεμένος, etc.) |
Related terms
- see: αγγαρεία f (angareía, “chore, drudgery”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.