άσημος
See also: ἄσημος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ˈa.si.mos/
- Hyphenation: ά‧ση‧μος
Adjective
άσημος • (ásimos) m (feminine άσημη, neuter άσημο)
Declension
Declension of άσημος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άσημος • | άσημη • | άσημο • | άσημοι • | άσημες • | άσημα • |
genitive | άσημου • | άσημης • | άσημου • | άσημων • | άσημων • | άσημων • |
accusative | άσημο • | άσημη • | άσημο • | άσημους • | άσημες • | άσημα • |
vocative | άσημε • | άσημη • | άσημο • | άσημοι • | άσημες • | άσημα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άσημος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άσημος, etc.) |
Related terms
- ασήμαντος (asímantos, “insignificant”, adjective)
- ασημαντότητα f (asimantótita, “insignificance”)
- ασημείωτος (asimeíotos, “not disfigured”, adjective)
- ασημότητα f (asimótita, “insignificance”)
Further reading
- άσημος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- άσημος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.