σελήνη (język nowogrecki)
- wymowa:
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj żeński
- (1.1) księżyc (satelita Ziemi)
- odmiana:
- przykłady:
- składnia:
- kolokacje:
- synonimy:
- (1.1) φεγγάρι
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. σεληνιασμός m, σελήνιο n, σεληνογραφία ż, σεληνογράφος m/ż, σεληνοσκόπιο n, σεληνοτοπογραφία ż, σεληνοτροπισμός m, σεληνόφως n, σεληνόφωτο n, σεληνάκατος ż
- czas. σεληνιάζομαι
- przym. σεληναίος, σεληνιακός, σεληνογραφικός, σεληνοειδής, σεληνοκεντρικός, σεληνοτοπογραφικός, σεληνοφώτιστος, σεληνόφωτος
- związki frazeologiczne:
- etymologia:
- (1.1) gr. σελήνη
- uwagi:
- źródła:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.