οίνος (język nowogrecki)
- wymowa:
- IPA: [ˈi.nos]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj męski
- (1.1) książk. enol. wino
- odmiana:
- (1.1) M18: lp D. οίνου, B. οίνο, W. οίνε; lm M. & W. οίνοι, D. οίνων, B. οίνους
- przykłady:
- składnia:
- kolokacje:
- synonimy:
- (1.1) κρασί
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. οιναγορά ż, οιναποθήκη ż, οινεμπόριο n, οινέμπορος m/ż, οινοβάρελο n, οινόγαλα n, οινογραφία ż, οινοδοχείο n, οινολογία ż, οινολόγος m/ż, οινομαγειρείο n, οινομάγειρος m/ż, οινομανία ż, οινομετρία ż, οινόμετρο n, οινοπαραγωγή ż, οινοπαραγωγός m/ż, οινόπνευμα n, οινοποιείο n, οινοποίηση ż, οινοποιία ż, οινοποιός m, οινοποσία ż, οινοπότης m, οινοπωλείο n, οινοπώλης m, οινοπώλισσα ż, οινόφλυξ m/ż, οινοχόη ż, οινοχόος ż
- przym. οινοβαρής, οινοβαφής, οινοειδής, οινολογικός, οινομανής, οινομετρικός, οινοπαραγωγός, οινώδης, οινοφόρος
- form. słow. οινο-, οινό-, οιν-
- związki frazeologiczne:
- οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου → wino rozwesela serce ludzkie
- etymologia:
- gr. οἶνος
- uwagi:
- źródła:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.