ηλιο- (język nowogrecki)
- wymowa:
- IPA: [i.ʎο]
- znaczenia:
temat słowotwórczy
- (1.1) helio-
- odmiana:
- (1) ηλιό-, ηλι-
- przykłady:
- składnia:
- kolokacje:
- (1.1) ηλιοβασίλεμα • ηλιοβολή • ηλιοβολία • ηλιόβολο • ηλιογέννητος • ηλιογεννημένος • ηλιόγερμα • ηλιογραφία • ηλιογραφικός • ηλιογράφος • ηλιοθεραπεία • ηλιόκαμα • ηλιοκαμένος • ηλιοκεντρικός • ηλιολάτρης • ηλιολάτρισσα • kathar. ηλιολάτρις • ηλιολατρία • ηλιόλουστος • ηλιόλουτρο • ηλιόμορφος • ηλιόπληκτος • ηλιοπληξία • ηλιόσκονη • ηλιοσκοπία • ηλιοσκόπιο • ηλιόσπορος • ηλιοστάσιο • ηλιοσυσσωρευτής • ηλιοτροπία • ηλιοτρόπιο • kathar. ηλιοτρόπιον • ηλιοτροπισμός • ηλιοτυπία • ηλιοφάνεια • ηλιοφανιά • ηλιοφεγγιά • ηλιόφιλος • ηλιοφοβία • ηλιόφοβος • ηλιόφως • λιόφωτο • ηλιοφώτιστος • ηλιόφωτος • ηλιόχαρος • kathar. ηλιοχαρής • ηλιοψημένος
- synonimy:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- przym. ηλιακός
- rzecz. ήλιος m
- związki frazeologiczne:
- etymologia:
- (1.1) gr. ἡλιο- < gr. ἥλιος
- uwagi:
- źródła:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.