-φανής

Ancient Greek

Etymology

From φαν- (phan-), the root of φαίνω (phaínō), + -ής (-ḗs, adjective suffix).

Combining form

-φᾰνής (-phanḗs) m or f (neuter -φᾰνές)

  1. Combining form used in adjectives of appearance

Declension

Synonyms

Derived terms

Ancient Greek terms suffixed with -φανής
  • ᾰ̓γᾰθοφᾰνής (agathophanḗs)
  • ἀγρῐοφᾰνής (agriophanḗs)
  • ᾰ̓́γχῐφᾰνής (ánkhiphanḗs)
  • ἀειφᾰνής (aeiphanḗs)
  • αἰγλοφᾰνής (aiglophanḗs)
  • αἱμοφᾰνής (haimophanḗs)
  • ἀκραιφνής (akraiphnḗs)
  • ᾰ̓κροφᾰνής (akrophanḗs)
  • ᾰ̓λλοφᾰνής (allophanḗs)
  • ᾰ̓μαυροφᾰνής (amaurophanḗs)
  • ᾰ̓μμοφᾰνής (ammophanḗs)
  • ᾰ̓μφῐφᾰνής (amphiphanḗs)
  • ᾰ̓ξῐοφᾰνής (axiophanḗs)
  • Ᾰ̓ριστοφᾰ́νης (Aristophánēs)
  • ᾰ̓ρρενοφᾰνής (arrhenophanḗs)
  • ᾰ̓ρτῐφᾰνής (artiphanḗs)
  • ᾰ̓ρχαιοφᾰνής (arkhaiophanḗs)
  • αὐτοφᾰνής (autophanḗs)
  • ᾰ̓φᾰνής (aphanḗs)
  • γαιοφᾰνής (gaiophanḗs)
  • γεωφᾰνής (geōphanḗs)
  • γυμνοφᾰνής (gumnophanḗs)
  • δεξῐοφᾰνής (dexiophanḗs)
  • δηλοφᾰνής (dēlophanḗs)
  • δημοφᾰνής (dēmophanḗs)
  • διαφανής (diaphanḗs)
  • δῐκαιοφᾰνής (dikaiophanḗs)
  • δουλοφᾰνής (doulophanḗs)
  • δῠσφᾰνής (dusphanḗs)
  • εἰδωλοφᾰνής (eidōlophanḗs)
  • ἐκφανής (ekphanḗs)
  • ἐλαιοφᾰνής (elaiophanḗs)
  • ἐλεφαντοφᾰνής (elephantophanḗs)
  • ἐμφανής (emphanḗs)
  • ἐναντῐοφᾰνής (enantiophanḗs)
  • ἐνῐαθτοφᾰνής (eniathtophanḗs)
  • ἐξωφᾰνής (exōphanḗs)
  • ἐπιφανής (epiphanḗs)
  • ἑτεροφᾰνής (heterophanḗs)
  • εὐλογοφᾰνής (eulogophanḗs)
  • ἡμῐφᾰνής (hēmiphanḗs)
  • θειοφᾰνής (theiophanḗs)
  • θηλῠφᾰνής (thēluphanḗs)
  • θηροφᾰνής (thērophanḗs)
  • ῐ̓σοφᾰνής (isophanḗs)
  • καινοφᾰνής (kainophanḗs)
  • καταφανής (kataphanḗs)
  • κρυσταλλοφᾰνής (krustallophanḗs)
  • λαμπροφᾰνής (lamprophanḗs)
  • Λεξῐφᾰ́νης (Lexiphánēs)
  • λῐθαργῠροφᾰνής (lithargurophanḗs)
  • μεγᾰλοφᾰνής (megalophanḗs)
  • μεσοφᾰνής (mesophanḗs)
  • μετεωροφᾰνής (meteōrophanḗs)
  • μολυβδοφᾰνής (molubdophanḗs)
  • ναρθηκοφᾰνής (narthēkophanḗs)
  • νεβροφᾰνής (nebrophanḗs)
  • νυκτῐφᾰνής (nuktiphanḗs)
  • ξῠλοφᾰνής (xulophanḗs)
  • ὁμοιοφᾰνής (homoiophanḗs)
  • ὀπισθοφᾰνής (opisthophanḗs)
  • ὀφθαλμοφανής (ophthalmophanḗs)
  • ὀφθαλμοφᾰνής (ophthalmophanḗs)
  • πᾰλαιοφᾰνής (palaiophanḗs)
  • παμφᾰνής (pamphanḗs)
  • πᾰνᾰφᾰνής (panaphanḗs)
  • πᾱσῐφᾰνής (pāsiphanḗs)
  • πεζοφᾰνής (pezophanḗs)
  • περιφανής (periphanḗs)
  • πολῠφᾰνής (poluphanḗs)
  • προσθοφᾰνής (prosthophanḗs)
  • προφανής (prophanḗs)
  • πρωτοφᾰνής (prōtophanḗs)
  • πτωχοφᾰνής (ptōkhophanḗs)
  • πῠρῐφᾰνής (puriphanḗs)
  • σαρκοφᾰνής (sarkophanḗs)
  • σκῐοφᾰνής (skiophanḗs)
  • σολοικοφᾰνής (soloikophanḗs)
  • συμφανής (sumphanḗs)
  • ταυροφᾰνής (taurophanḗs)
  • ταὐτοφᾰνής (tautophanḗs)
  • τηλεφᾰνής (tēlephanḗs)
  • ὑγροφᾰνής (hugrophanḗs)
  • ὑπερφανής (huperphanḗs)
  • ῠ̔πνοφᾰνής (hupnophanḗs)
  • ὑστεροφᾰνής (husterophanḗs)
  • ῠ̔ψηλοφᾰνής (hupsēlophanḗs)
  • φᾰνόπτης (phanóptēs)
  • χαλκοφᾰνής (khalkophanḗs)
  • χρῡσοφᾰνής (khrūsophanḗs)
  • ψιμῡθῐοφᾰνής (psimūthiophanḗs)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.