ύποπτος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ὕποπτος (húpoptos).
Adjective
ύποπτος • (ýpoptos) m (feminine ύποπτη, neuter ύποπτο)
Declension
Declension of ύποπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ύποπτος • | ύποπτη • | ύποπτο • | ύποπτοι • | ύποπτες • | ύποπτα • |
genitive | ύποπτου • | ύποπτης • | ύποπτου • | ύποπτων • | ύποπτων • | ύποπτων • |
accusative | ύποπτο • | ύποπτη • | ύποπτο • | ύποπτους • | ύποπτες • | ύποπτα • |
vocative | ύποπτε • | ύποπτη • | ύποπτο • | ύποπτοι • | ύποπτες • | ύποπτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ύποπτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ύποπτος, etc.) |
Related terms
- see: υποψία f (ypopsía, “suspicion”)
Declension
declension of ύποπτος
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ύποπτος • | ύποπτοι • | |
genitive | ύποπτου •, υπόπτου • | ύποπτων •, υπόπτων • | |
accusative | ύποπτο • | ύποπτους •, υπόπτους • | |
vocative | ύποπτε • | ύποπτοι • | |
Second forms are formal. |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.