ωτορινολαρυγγολόγος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /o.to.ɾi.no.la.ɾiŋ.ɡoˈlo.ɣos/
- Hyphenation: ω‧το‧ρι‧νο‧λα‧ρυγ‧γο‧λό‧γος
Noun
ωτορινολαρυγγολόγος • (otorinolaryngológos) m or f (plural ωτορινολαρυγγολόγοι)
Declension
declension of ωτορινολαρυγγολόγος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ωτορινολαρυγγολόγος • | ωτορινολαρυγγολόγοι • |
genitive | ωτορινολαρυγγολόγου • | ωτορινολαρυγγολόγων • |
accusative | ωτορινολαρυγγολόγο • | ωτορινολαρυγγολόγους • |
vocative | ωτορινολαρυγγολόγε • | ωτορινολαρυγγολόγοι • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.