ψυχοσωματικός
Greek
Etymology
Learned borrowing from English psychosomatic.[1] Morphologically, from ψυχο- (psycho-, “ψυχή soul”) + σωματικός (somatikós, “bodily, corporal”).
Pronunciation
- IPA(key): /psi.xo.so.ma.tiˈkos/
- Hyphenation: ψυ‧χο‧σω‧μα‧τι‧κός
Adjective
ψυχοσωματικός • (psychosomatikós) m (feminine ψυχοσωματική, neuter ψυχοσωματικό)
Declension
Declension of ψυχοσωματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ψυχοσωματικός • | ψυχοσωματική • | ψυχοσωματικό • | ψυχοσωματικοί • | ψυχοσωματικές • | ψυχοσωματικά • |
genitive | ψυχοσωματικού • | ψυχοσωματικής • | ψυχοσωματικού • | ψυχοσωματικών • | ψυχοσωματικών • | ψυχοσωματικών • |
accusative | ψυχοσωματικό • | ψυχοσωματική • | ψυχοσωματικό • | ψυχοσωματικούς • | ψυχοσωματικές • | ψυχοσωματικά • |
vocative | ψυχοσωματικέ • | ψυχοσωματική • | ψυχοσωματικό • | ψυχοσωματικοί • | ψυχοσωματικές • | ψυχοσωματικά • |
References
- ψυχοσωματικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.