ψυκτικός
Greek
Alternative forms
- ψυχτικός m (psychtikós) (colloquial but less common)
Pronunciation
- IPA(key): /psi.ktiˈkos/
- Hyphenation: ψυ‧κτι‧κός
Adjective
Declension
Declension of ψυκτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ψυκτικός • | ψυκτική • | ψυκτικό • | ψυκτικοί • | ψυκτικές • | ψυκτικά • |
genitive | ψυκτικού • | ψυκτικής • | ψυκτικού • | ψυκτικών • | ψυκτικών • | ψυκτικών • |
accusative | ψυκτικό • | ψυκτική • | ψυκτικό • | ψυκτικούς • | ψυκτικές • | ψυκτικά • |
vocative | ψυκτικέ • | ψυκτική • | ψυκτικό • | ψυκτικοί • | ψυκτικές • | ψυκτικά • |
Related terms
- ψύξη f (psýxi, “refrigeration”)
- αερόψυκτος (aerópsyktos, “air-cooled”)
- and see: ψύχω (psýcho, “I make cold”)
Declension
Further reading
- ψυκτικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.