χεσμένος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /çeˈzme.nos/
- Hyphenation: χε‧σμέν‧ος
Participle
χεσμένος • (chesménos) m (feminine χεσμένη, neuter χεσμένο)
- (colloquial, vulgar) beshitted, shit-stained, soiled (with faeces)
- Πέταξε το αυτό το χεσμένο βρακί!
- Pétaxe to aftó to chesméno vrakí!
- Throw out that shit-stained pair of knickers!
- (colloquial, vulgar, figuratively, with έχω (écho)) not give a shit about, not give a damn about (someone or something)
- Τον έχω χεσμένο, αυτόν και την οικογένειά του!
- Ton écho chesméno, aftón kai tin oikogéneiá tou!
- I don't give a shit about him and his family!
Declension
Declension of χεσμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χεσμένος • | χεσμένη • | χεσμένο • | χεσμένοι • | χεσμένες • | χεσμένα • |
genitive | χεσμένου • | χεσμένης • | χεσμένου • | χεσμένων • | χεσμένων • | χεσμένων • |
accusative | χεσμένο • | χεσμένη • | χεσμένο • | χεσμένους • | χεσμένες • | χεσμένα • |
vocative | χεσμένε • | χεσμένη • | χεσμένο • | χεσμένοι • | χεσμένες • | χεσμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χεσμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χεσμένος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.