χείρ

See also: χειρ and χειρ-

Ancient Greek

Alternative forms

  • χέρς (khérs), χήρ (khḗr) Doric
  • χέρρας (khérrhas) Aeolic, accusative plural

Etymology

From Proto-Hellenic *kʰéhər, from Proto-Indo-European *ǵʰésōr (hand). Cognate with Old Armenian ձեռն (jeṙn), Old Persian 𐎭𐎿𐎫 (d-s-t /⁠dasta⁠/), Albanian dorë (hand), Tocharian A tsar, and Latin hir (hand).

Pronunciation

 
  • (file)

Noun

χείρ • (kheír) f (genitive χειρός); third declension

  1. hand
  2. arm (or hand and arm taken together)
    • 1843, Longus quoted in Liddell Scott Jones, Ancient Greek Lexicon:
      (Il.6.81) εν χερσὶ γυναικων πεσέειν (into the arms)
      (Il.6.81) en khersì gunaikōn peséein (into the arms)
      (please add an English translation of this quotation)
  3. paw of an animal
  4. finger

Declension

Derived terms

  • ἑκατόγχειρος (hekatónkheiros)
  • ἐπιχειρέω (epikheiréō)
  • χειραγωγέω (kheiragōgéō)
  • χειραγωγός (kheiragōgós)
  • χειραπτάζω (kheiraptázō)
  • χειριδωτός (kheiridōtós)
  • χειρίζω (kheirízō)
  • χείριος (kheírios)
  • χειρίς (kheirís)
  • Χειρίσοφος (Kheirísophos)
  • χειροδάϊκτος (kheirodáïktos)
  • χειρόδεικτος (kheiródeiktos)
  • χειροδίκης (kheirodíkēs)
  • χειροδόσῐον (kheirodósion)
  • χειροδράκων (kheirodrákōn)
  • χειροήθης (kheiroḗthēs)
  • χειρόμακτρον (kheirómaktron)
  • χειρομύλη (kheiromúlē)
  • χειρόνιπτρον (kheiróniptron)
  • χειρονομέω (kheironoméō)
  • χειρονομία (kheironomía)
  • χειροπληθής (kheiroplēthḗs)
  • χειροποιέω (kheiropoiéō)
  • χειροποίητος (kheiropoíētos)
  • χειροτένων (kheiroténōn)
  • χειροτέχνημα (kheirotékhnēma)
  • χειροτέχνης (kheirotékhnēs)
  • χειροτεχνία (kheirotekhnía)
  • χειροτεχνικός (kheirotekhnikós)
  • χειροτονέω (kheirotonéō)
  • χειροτονητός (kheirotonētós)
  • χειροτονία (kheirotonía)
  • χειρότονος (kheirótonos)
  • χειρουργέω (kheirourgéō)
  • χειρούργημα (kheiroúrgēma)
  • χειρουργία (kheirourgía)
  • χειρουργικός (kheirourgikós)
  • χειρουργός (kheirourgós)
  • χειρῶναξ (kheirônax)
  • χειρωναξία (kheirōnaxía)

Descendants

  • English: chiro-, chiral, chirality
  • Koine Greek: χέριον (khérion) (diminutive)
    • Byzantine Greek: χέριν (khérin)
  • Greek: χειρ (cheir)

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.