φωνέω

Ancient Greek

Alternative forms

  • φώνειμι (phṓneimi) Aeolic

Etymology

From φωνή (phōnḗ, sound) + -έω (-éō, denominative verbal suffix).

Pronunciation

 

Verb

φωνέω • (phōnéō)

  1. to produce a sound or tone
  2. to speak loud or clearly; to speak, give utterance, voice (of men)
  3. to call by name, call
  4. to speak, tell of

Inflection

Derived terms

  • ἀναφωνέω (anaphōnéō)
  • ἀντιφωνέω (antiphōnéō)
  • ἀποφωνέω (apophōnéō)
  • ἀσυμφωνέω (asumphōnéō)
  • ἀφωνέω (aphōnéō)
  • βαρβαροφωνέω (barbarophōnéō)
  • βαρυφωνέω (baruphōnéō)
  • διαφωνέω (diaphōnéō)
  • διχοφωνέω (dikhophōnéō)
  • ἐκφωνέω (ekphōnéō)
  • ἐπαναφωνέω (epanaphōnéō)
  • ἐπιφωνέω (epiphōnéō)
  • εὐφωνέω (euphōnéō)
  • καινοφωνέω (kainophōnéō)
  • κακοφωνέω (kakophōnéō)
  • καλλιφωνέω (kalliphōnéō)
  • κενοφωνέω (kenophōnéō)
  • λιγυφωνέω (liguphōnéō)
  • μακροφωνέω (makrophōnéō)
  • μεταφωνέω (metaphōnéō)
  • ξενοφωνέω (xenophōnéō)
  • ὁμοιοφωνέω (homoiophōnéō)
  • ὁμοφωνέω (homophōnéō)
  • ὀξυφωνέω (oxuphōnéō)
  • παραναφωνέω (paranaphōnéō)
  • παραφωνέω (paraphōnéō)
  • περιφωνέω (periphōnéō)
  • ποταποφωνέω (potapophōnéō)
  • προαναφωνέω (proanaphōnéō)
  • προεκφωνέω (proekphōnéō)
  • προσαποφωνέω (prosapophōnéō)
  • προσεπιφωνέω (prosepiphōnéō)
  • προσυμφωνέω (prosumphōnéō)
  • προσφωνέω (prosphōnéō)
  • προφωνέω (prophōnéō)
  • συμφωνέω (sumphōnéō)
  • συνεκφωνέω (sunekphōnéō)
  • συνεπιφωνέω (sunepiphōnéō)
  • τραχυφωνέω (trakhuphōnéō)
  • ὑπερφωνέω (huperphōnéō)
  • ὑποφωνέω (hupophōnéō)
  • φώνημα (phṓnēma)
  • φώνησις (phṓnēsis)
  • χεσιφωνέω (khesiphōnéō)

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.