φουριόζος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /fuˈɾʝo.zos/
Adjective
φουριόζος • (fouriózos) m (feminine φουριόζα, neuter φουριόζο)
- furious
Declension
Declension of φουριόζος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φουριόζος • | φουριόζα • | φουριόζο • | φουριόζοι • | φουριόζες • | φουριόζα • |
genitive | φουριόζου • | φουριόζας • | φουριόζου • | φουριόζων • | φουριόζων • | φουριόζων • |
accusative | φουριόζο • | φουριόζα • | φουριόζο • | φουριόζους • | φουριόζες • | φουριόζα • |
vocative | φουριόζε • | φουριόζα • | φουριόζο • | φουριόζοι • | φουριόζες • | φουριόζα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φουριόζος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φουριόζος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.