φορητός
Greek
Adjective
Declension
Declension of φορητός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φορητός • | φορητή • | φορητό • | φορητοί • | φορητές • | φορητά • |
genitive | φορητού • | φορητής • | φορητού • | φορητών • | φορητών • | φορητών • |
accusative | φορητό • | φορητή • | φορητό • | φορητούς • | φορητές • | φορητά • |
vocative | φορητέ • | φορητή • | φορητό • | φορητοί • | φορητές • | φορητά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φορητός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φορητός, etc.) |
Derived terms
- φορητότητα f (foritótita, “portability”)
- φορητός υπολογιστής m (foritós ypologistís, “laptop computer”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.