φιλοσοφικός
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek φιλοσοφικός (philosophikós).[1] By surface analysis, φιλοσοφ(ία) f (filosof(ía)) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
- IPA(key): /fi.lo.so.fiˈkos/
- Hyphenation: φι‧λο‧σο‧φι‧κός
Declension
Declension of φιλοσοφικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φιλοσοφικός • | φιλοσοφική • | φιλοσοφικό • | φιλοσοφικοί • | φιλοσοφικές • | φιλοσοφικά • |
genitive | φιλοσοφικού • | φιλοσοφικής • | φιλοσοφικού • | φιλοσοφικών • | φιλοσοφικών • | φιλοσοφικών • |
accusative | φιλοσοφικό • | φιλοσοφική • | φιλοσοφικό • | φιλοσοφικούς • | φιλοσοφικές • | φιλοσοφικά • |
vocative | φιλοσοφικέ • | φιλοσοφική • | φιλοσοφικό • | φιλοσοφικοί • | φιλοσοφικές • | φιλοσοφικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φιλοσοφικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φιλοσοφικός, etc.) |
References
- φιλοσοφικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.