φαγκοτίστας
Greek
Noun
φαγκοτίστας • (fagkotístas) m (plural φαγκοτίστες, feminine φαγκοτίστα or φαγκοτίστρια)
Declension
declension of φαγκοτίστας
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | φαγκοτίστας • | φαγκοτίστες • |
genitive | φαγκοτίστα • | φαγκοτιστών • |
accusative | φαγκοτίστα • | φαγκοτίστες • |
vocative | φαγκοτίστα • | φαγκοτίστες • |
Related terms
- φαγκότο n (fagkóto, “bassoon”)
- βαρύαυλος m (varýavlos, “bassoon”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.