υπόλοιπος
Greek
Adjective
υπόλοιπος • (ypóloipos) m (feminine υπόλοιπη, neuter υπόλοιπο)
- remaining (that which remains)
- Synonym: αποδέλοιπος (apodéloipos)
Declension
Declension of υπόλοιπος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπόλοιπος • | υπόλοιπη • | υπόλοιπο • | υπόλοιποι • | υπόλοιπες • | υπόλοιπα • |
genitive | υπόλοιπου • | υπόλοιπης • | υπόλοιπου • | υπόλοιπων • | υπόλοιπων • | υπόλοιπων • |
accusative | υπόλοιπο • | υπόλοιπη • | υπόλοιπο • | υπόλοιπους • | υπόλοιπες • | υπόλοιπα • |
vocative | υπόλοιπε • | υπόλοιπη • | υπόλοιπο • | υπόλοιποι • | υπόλοιπες • | υπόλοιπα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.